άμβλωση

άμβλωση
η
(ιατρ.), η πρόωρη αποβολή του εμβρύου με τεχνητά μέσα, η έκτρωση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άμβλωση — Η διακοπή της εγκυμοσύνης, που συνίσταται στην αποβολή του εμβρύου πριν από την πάροδο 28 εβδομάδων, οπότε το έμβρυο είναι πλέον βιώσιμο. Η ά. μπορεί να γίνει αυτόματα ή να προκληθεί τεχνητά. Η αυτόματη ά. συμβαίνει χωρίς την επέμβαση της ίδιας… …   Dictionary of Greek

  • ἀμβλώσῃ — ἀμβλώσηι , ἄμβλωσις abortion fem dat sg (epic) ἀμβλίσκω cause to miscarry aor subj mid 2nd sg ἀμβλίσκω cause to miscarry aor subj act 3rd sg ἀμβλίσκω cause to miscarry fut ind mid 2nd sg ἀ̱μβλώσῃ , ἀμβλίσκω cause to miscarry futperf ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμβλώσιμος — η, ο (Α ἀμβλώσιμος, ον) νεοελλ. αυτός που υπόκειται σε άμβλωση, που μπορεί να υποστεί άμβλωση αρχ. αυτός που έχει σχέση με άμβλωση ή αποβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμβλωσις + παραγ. κατάλ. ιμος] …   Dictionary of Greek

  • έκτρωση — Η τεχνητή πρόωρη αποβολή του εμβρύου από τη μήτρα. Βλ. λ. άμβλωση. * * * η (Α ἔκτρωσις) πρόωρη αποβολή τού εμβρύου από τη μήτρα, αυτόματη ή τεχνητή διακοπή τής εγκυμοσύνης αρχ. άμβλωση, αποβολή, πρόωρη γέννηση …   Dictionary of Greek

  • αποβολή — Η απόρριψη, η απώλεια, το χάσιμο· η άμβλωση, ο πρόωρος τοκετός. Α. λέγεται επίσης η απαγόρευση φοίτησης μαθητή σε σχολείο και ενέχει τον χαρακτήρα πειθαρχικής τιμωρίας. Η α. αυτή μπορεί να είναι προσωρινή ή οριστική. Α. επιβάλλεται και από τις… …   Dictionary of Greek

  • άμβλωμα — το (Α ἄμβλωμα) [ἀμβλῶ] νεοελλ. 1. πρόωρα γεννημένο έμβρυο 2. κάθε ελλιπές και κακότεχνο κατασκεύασμα αρχ. η άμβλωση, έκτρωση …   Dictionary of Greek

  • αμβλωθρίδιος — ἀμβλωθρίδιος, ον (Α) [ἀμβλῶ] 1. αυτός που προκαλεί άμβλωση, αποβολή τού εμβρύου 2. το ουδ. ως ουσ. τό ἀμβλωθρίδιον α) φάρμακο που προκαλεί την αποβολή εμβρύου β) το ίδιο το έμβρυο που αποβλήθηκε …   Dictionary of Greek

  • αμβλωτικός — ή, ό (Α ἀμβλωτικός, ή, όν) [ἀμβλῶ] αυτός που προκαλεί άμβλωση ή χρησιμοποιείται σ αυτήν …   Dictionary of Greek

  • αποφθορά — ἀποφθορά, η (Α) 1. πλήρης καταστροφή 2. άμβλωση, αποβολή …   Dictionary of Greek

  • εγκυμοσύνη — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται η γυναίκα που φέρει στον οργανισμό της ένα ή περισσότερα έμβρυα σε ανάπτυξη. Η ε. αρχίζει με τη γονιμοποίηση και τελειώνει με τον τοκετό. Η ε. αποκαλείται φυσιολογική ή ενδομήτρια, όταν το προϊόν της σύλληψης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”